Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ



Με αφορμή το έτος Παπαδιαμάντη σας παραθέτω τους στοχασμούς του Οδυσσέα Ελύτη για το μεγάλο αυτό λογοτέχνη , όπως αυτοί αποτυπώνονται στο βιβλίο του "Η μαγεία του Παπαδιαμάντη" καθώς και στίχους από το " Άξιον Εστί" .





Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί
όπου και να θολώνει ο νους σας

μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα
θ' αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίου
με το λίγο βάμμα του γλαυκού στα χείλη.

...Nα πού βρίσκεται η αληθινή μαγεία του Παπαδιαμάντη. Δε ζητά να τεντώσει τα νεύρα μας, να σείσει πύργους και να επικαλεστεί τέρατα. Οι νύχτες του, ελαφρές σαν το γιασεμί, ακόμη κι όταν περιέχουν τρικυμίες, πέφτουν επάνω στην ψυχή μας σαν μεγάλες πεταλούδες που αλλάζουν ολοένα θέση, αφήνοντας μια στιγμή να δούμε στα διάκενα τη χρυσή παραλία όπου θα μπορούσαμε να 'χαμε περπατήσει χωρίς βάρος, χωρίς αμαρτία. Είναι εκεί που βρίσκεται το μεγάλο μυστικό, αυτό το "θα μπορούσαμε" είναι ο οίακας που δε γίνεται να γυρίσει, μόνο μας αφήνει με το χέρι μετέωρο ανάμεσα πίκρα και γοητεία, προσδοκώμενο και άφταστο. "Σα να 'χανε ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμο"...


Το κείμενο αποτελεί μεταφορά σχολίων του Γ। Χειμωνά από εκπομπή της ΕΤ 1 «Παρασκήνιο», με θέμα το διήγημα του Α. Παπαδιαμάντη, "Έρωτας στα Χιόνια" τα Χριστούγεννα του 1988.

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μαζί με τον Σολωμό, της γυναίκας της Ζάκυθος και φυσικά τον Μακρυγιάννη, είναι οι τρείς μεγάλοι, οι κορυφαίοι πεζογράφοι της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Εκείνο το οποίο πρέπει κανένας, να επισημάνει, είναι ότι αυτή η μεγάλη λογοτεχνία , αυτών των τριών συγγραφέων, είναι μια εθνική λογοτεχνία. Και αυτό βέβαια δεν είναι καθόλου τυχαίο. Η μεγάλη λογοτεχνία στην Ελλάδα, από την φύση της, είναι εθνική. Γιατί, η έννοια του Ελληνικού, είναι μια πνευματική έννοια. Όσο περισσότερο λοιπόν, ένας συγγραφέας αγγίζει την ουσία της ελληνικότητας , όσο περισσότερο είναι εθνικός , είναι και μεγάλος. Το μυθιστόρημα το οποίο ακολούθησε μετά απ’ αυτούς τους μεγάλους συγγραφείς, πολύ αξιόλογο άλλωστε, επειδή ακριβώς εκτράπηκε προς το αστικό μυθιστόρημα ή ακόμη πολύ πιο πρόσφατα , μιμούμενο αναζητήσεις ευρωπαϊκού τύπου , δεν είναι εθνικό και δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι μεγάλη λογοτεχνία. Σήμερα που η Ελλάδα μοιάζει να φεύγει από την γλώσσα της, από τον πολιτισμό της, από το πεπρωμένο της, γιατί το πεπρωμένο της Ελλάδας είναι να είναι μια πνευματική χώρα. Σήμερα περισσότερο παρά ποτέ, μας είναι πολύτιμοι και ο Παπαδιαμάντης και ο Σολωμός και ο Μακρυγιάννης .

Ένα άλλο σημείο που πρέπει επίσης να πω είναι ότι, και ο Σολωμός με τον αλκοολισμό του και ο Μακρυγιάννης με την τρέλα του και ο Παπαδιαμάντης με την ασκητική μελαγχολική μοναξιά του, θα έλεγε κανείς, ότι, προκαθόρισαν την μοναξιά του Έλληνα συγγραφέα ακόμη και του σύγχρονου. Μπορώ να πώ περισσότερο του σύγχρονου συγγραφέα, πάλι, γιατί τώρα αυτήν την εποχή η Ελλάδα μοιάζει να χάνει πια την ουσιαστικότητα της, την αληθινότητα της.
Το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Έρωτας στα Χιόνια» είναι ένα πάρα πολύ χαρακτηριστικό διήγημα του. Και ίσως θα μπορούσε κάποιος να ριψοκινδυνεύσει και μια εξήγηση γιατί ο Παπαδιαμάντης έχει γράψει τόσα πολλά διηγήματα και ελάχιστα μυθιστορήματα. Αν μιλάμε για τα μυθιστορήματα φυσικά, θα αρκούσε η Φόνισσα για να τον καθιερώσει σαν ένα μεγάλο συγγραφέα, παγκόσμια. Λοιπόν ναι, ο Παπαδιαμάντης γράφει κυρίως διηγήματα, γράφει διηγήματα γιατί αυτό ταιριάζει περισσότερο στο παροξυσμικό θα έλεγα του νεοελληνικού ψυχισμού. Κάτι δηλαδή που μόνο μια μικρή ιστορία , ένα διήγημα, μπορεί να συμπεριλάβει και να δώσει και την πυκνότητα του αλλά και αυτές τις κατακόρυφες εκτινάξεις, που επιχειρεί, ακριβώς ο Παπαδιαμάντης. Συγκεκριμένα για αυτό το διήγημα, μέσα σε 5 σελίδες έχουμε να κάνουμε με μια ανθρώπινη ζωή, ένας πρώην ναυτικός , ξεπεσμένος , φτωχός, τα ‘χει χάσει όλα, το καράβι του , την δουλειά του, την οικογένεια του, την γυναίκα του, το παιδί του, δεν το μένει τίποτε. Μεθάει. Μέσα σε δυό σελίδες υπάρχει μια ολόκληρη ανθρώπινη ζωή, μέσα σε αυτά τα διηγήματα είναι περιλήψεις ζωής.

Όταν διαβάζω Παπαδιαμάντη, αισθάνομαι μια, τρυφερή λύπη, θλίψη, γιατί σκέφτομαι, ότι όλα αυτά τα πρόσωπα για τα οποία μίλησε , δεν τον διάβασαν βέβαια ποτέ, και έχει σημασία που ξεκινάει από πολύ απλά, ταπεινά, ασήμαντα, καθημερινά πράγματα, και εδώ ακριβώς είναι η μεγαλοσύνη του, πως καταφέρνει, μέσα απ’ αυτές τις, φθαρμένες ιστορίες, τις λαϊκές, να απελευθερώνει αυτό που ακριβώς αποτελεί την ανθρώπινη αληθινότατα: το πάθος , το όνειρο, την αγωνία, την πίκρα, την δυστυχία.

Παράλληλα σκέφτομαι, ως σύγχρονος συγγραφέας, μπορώ να κάνω μια μικρή παρέμβαση, ένα μικρό σχόλιο, ότι ο Παπαδιαμάντης σε αυτό το διήγημα, χρησιμοποιεί το μεθύσι, για να φθάσει τον ήρωα του, σε αυτήν την έκσταση. Εχει ανάγκη να είναι μεθυσμένος, γιατί το μεθύσι απελευθερώνει την φαντασία , τις προσδοκίες, φτιάχνει οπτασίες κάνει αυτό που λέει ο Παπαδιαμάντης : ξυπνητά όνειρα.

Ένας σύγχρονος συγγραφέας ίσως, δεν θα είχε άναγκη από ένα τέτοιο «τέχνασμα» , θα μπορούσε κατευθείαν αυτόν τον άνθρωπο, να τον οδηγήσει, σε ένα τέτοιο παραλήρημα πιά, χωρίς τέτοια τεχνάσματα.
Μέσα από αυτή την αθλιότητα ο ήρωας, αυτός ο Μπαρμπα – Γιαννιός, δεν έχει παρά μονάχα δύο τρόπους να πετύχει μια υπέρβαση, να φθάσει σε μια δικαίωση: μέσα από το όνειρο. Χρησιμοποιεί δύο όνειρα, τα χρησιμοποιεί ο Παπαδιαμάντης. Το ένα είναι ένα ερωτικό όνειρο, « είχε πέσει στο Έρωτα» λέει, όχι για την γυναίκα συγκεκριμένα, αλλά στον Έρωτα σε μια ψυχική κατάσταση, που καταλαμβάνει τα πάντα , σαν μια ζωική , φυσική κατάσταση και όλα ανοίγονται σε αυτήν, σαν αυτόν τον γερο Φερετζέλη που στήνει βρόχια στα χιόνια και όλα πιάνονται , ψυχες όπως τα κοτσίφια, αλλά η αθλιότητα αυτή της ζωής του, επεκτείνεται ακόμη και στην γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένος είναι μια άθλια, φοβερη γυναίκα η πολυλογού. Είναι με το γαϊδουράκι της με τα αλέσματα της, δεν τον ενδιαφέρει αυτό, ονειρεύεται τον Έρωτα, μια άλλη βαθμίδα υπέρβασης, πολύ πιο σημαντική, ολίκη, είναι ο εξαγνισμός είναι η εξαΰλωση. Και σε αυτό το δεύτερο όνειρο, χρησιμοποιεί το χιόνι, είναι Χριστούγεννα, χιονίζει, κάνει κρύο, το χιόνι σαν ένα σεντόνι, σαν ένα σάβανο, σκεπάζει τα πάντα, και ο ήρωας βλέπει μέσα σε αυτην την αποστειρωμένη, σε αυτήν την παγωμένη λευκότητα, την εξαΰλωση, τον εξαγνισμό, την αθώωση του.

Ο Παπαδιαμάντης ήταν το ξέρουμε θρησκευόμενος, έψαλε, πίστευε βαθιά, αλλά πιστεύω ότι στην λογοτεχνία του, αυτή η θρησκευτικότητα, εξυπηρετεί έναν άλλο σκοπό. Πιστεύω ότι ο Παπαδιαμάντης, με το θεϊκό στοιχείο προσπαθεί να οδηγήσει το άνθρωπο σε μια κατάσταση μεταρσίωσης , σε μια κατάσταση Θέωσης, σε μια εξαΰλωση. Θα ‘λεγα και ας ακούγεται λίγο τολμηρό αυτό, ότι είναι ηθελημένο είναι σκόπιμο, μέσα στην προσπάθεια του, να ανυψώσει τον άνθρωπο, προς ότι μπορεί να είναι θείο.

Σήμερα φοβάμαι ότι ο Παπαδιαμάντης δεν διαβάζεται, δεν ξέρω γιατί, φταίει η γλώσσα; Ο Παπαδιαμάντης έχει αυτό το ιδίωμα είναι παπαδιαμαντικό το ιδίωμα δεν είναι καθαρευουσιάνικο, δεν μου φαίνεται όμως ότι είναι ακριβώς η γλώσσα. Θα μπορούσε κανείς να υποψιαστεί ότι, ο σύγχρονος Έλληνας έχει πάρα πολύ απομακρυνθεί από αυτόν τον γηγενή, τον χωρικό Έλληνα, τον χωμάτινο Έλληνα, που έχει άμεση σχέση με την φύση, λοιπόν και αυτό ας είναι μία πρόταση. Αν πραγματικά ο Παπαδιαμάντης δεν διαβάζεται πιά σημερα, ειδικά από αυτούς τους ανθρώπους, που αυτοί τον ενδιέφεραν, αυτοί οι Έλληνες, οι εντόπιοι Έλληνες, οι γηγενής Έλληνες, τουλάχιστον όλοι αυτοί να ξέρουν έστω το όνομα του, ότι, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης για αυτούς μίλησε. Αρκεί λοιπόν να το ξέρουν αυτό, και να μνημονεύουν το όνομα του, και ας μην τον διαβάζουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου