Την Τρίτη 14 Μαίου 2013 στο αμφιθέατρο του 3ου Γυμνασίου Βόλου παρουσιάστηκαν τα προγράμματα που υλοποιήθηκαν κατά το σχολικό έτος 2012-13. Η εφαρμογή σχολικών προγραμμάτων έρχεται να καλύψει την αναγκαιότητα προσαρμογής της εκπαίδευσης στις σύγχρονες παιδαγωγικές, διδακτικές και πολιτιστικές απαιτήσεις που συμβαδίζουν με τεχνολογικές εξελίξεις, αναζητώντας νέους τρόπους μάθησης. Στο πλαίσιο αυτό δίνεται η ευκαιρία στους μαθητές να πειραματισθούν και να διευρύνουν τα γνωστικά τους πεδία, ακολουθώντας αξίες όπως αυτές της συμμετοχής και της συλλογικότητας.
Ακολουθεί αναλυτικά το πρόγραμμα του πολιτιστικού προγράμματος "Η ιστορία του Βόλου μέσα από τα κτήριά του".
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ακολουθεί αναλυτικά το πρόγραμμα του πολιτιστικού προγράμματος "Η ιστορία του Βόλου μέσα από τα κτήριά του".
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Το
πρόγραμμα «Η Ιστορία του Βόλου μέσα απ’
τα κτήριά του» ήταν για μας μια αφορμή για να γνωρίσουμε καλύτερα την ιστορία
της πόλης μας και την πορεία της μέσα στο χρόνο.
Μετά την απελευθέρωση του Βόλου (1881) η
πάσης φύσεως ανάπτυξη ακολούθησε εύλογα ανοδική πορεία. Η συγκέντρωση κεφαλαίων,
η ανάπτυξη των συγκοινωνιών, η πύκνωση του διαμετακομιστικού χαρακτήρα του
λιμανιού, η εγκατάσταση των πρώτων βιομηχανιών συντελούν στη αστική ανάπτυξη
και στη συγκέντρωση εργαζόμενου πληθυσμού και υπηρεσιών. Η πόλη έγινε το πεδίο
έντονης βιομηχανικής δραστηριότητας και μετατράπηκε στο τέλος του αιώνα στο
δεύτερο μετά τον Πειραιά βιομηχανικό κέντρο της χώρας. Ο Βόλος βρίσκεται ήδη
στις αρχές του 20ου αιώνα σε πλήρη ανάπτυξη με σημαντικές για την
περιοχή και την εποχή διαστάσεις. Η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της πόλης
επέδρασε στη διαμόρφωση της αισθητικής αλλά και στα ήθη των κατοίκων. Η μίμηση
ευρωπαϊκών προτύπων επηρέασε την εικόνα της πόλης. Η αρχιτεκτονική των
ιδιωτικών κατοικιών και όχι μόνο, εγκατέλειψε τόσο την οθωμανική όσο και την
πηλιορείτικη παράδοση, υιοθετώντας κυρίως τον εκλεκτικισμό. Τα ελάχιστα
δημοσίου χαρακτήρα κτήρια ακολούθησαν τις νεοκλασικές τάσεις ενώ ο κύριος όγκος
των βιομηχανικών οικοδομών δεν διαφοροποιήθηκε από τη μορφή της αποθήκης. Στη
δεκαετία του 1930, ο Βόλος ήταν μια απ’ τις
πόλεις της περιφέρειας που φιλοξένησαν το κίνημα του μοντερνισμού σε
αρκετά δημόσια κτήρια.
Αν και η πόλη κατάφερε να ξεπεράσει
σημαντικές κρίσεις κατά τη δεκαετία του 1930, η ανάπτυξη της πόλης άρχισε να γνωρίζει κάμψη που
επιταχύνθηκε τις επόμενες δεκαετίες. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος αλλά ιδιαίτερα οι σεισμοί της περιόδου
1954-1957 σηματοδότησαν καίριες αλλαγές ως προς τη φυσιογνωμία της πόλης. Μια
νέα περίοδος οικονομικής άνθισης συντελείται στη δεκαετία του 1960, όταν ο
Βόλος επιλέγεται α φιλοξενήσει μία απ’
τις πέντε βιομηχανικές ζώνες που δημιουργούνται εκείνη την εποχή στην Ελλάδα.
Μετά τη μεταπολίτευση η αξιοποίηση του
λιμανιού , η επέκταση της πόλης, η
επανάχρηση των βιομηχανικών κτηρίων και
η ίδρυση του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας αποτέλεσαν τους κύριους σταθμούς ανάπτυξης
της πόλης. Τέλος στη δεκαετία του 1980 παρατηρείται οικοδόμηση πολυώροφων
οικοδομών με τις οποίες αντικαθίστανται και πολλά ιστορικά κτήρια.
Πριν αρχίσουμε όμως να σας ξεναγούμε στα κτήρια που
μελετήσαμε ας δούμε πόσα πράγματα γνωρίζουν γι΄ αυτά οι συμμαθητές μας.
ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΥΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑΣ ΜΟΥΡΤΖΟΥΚΟΥ
Συνεχιστές
της μεγάλης υφαντουργίας Καλαμάρα-Λεβιάθαν ήταν ο Ζαχαρίας Μουρτζούκος και ο
Λεβής. Το εργοστάσιο ιδρύθηκε το 1908 και υπήρξε το δεύτερο μεγαλύτερο
υφαντουργείο της πόλης έως και το 1954, οπότε ανέστειλε τη λειτουργία του. Το
εργοστάσιο Μουρτζούκου-Λεβιάθαν καταλαμβάνει έκταση 36 στρεμμάτων δίπλα στο
χείμαρρο Κραυσίδωνα, στη διασταύρωση των οδών Αναπαύσεως και Ζάχου απέναντι από
το μεταξουργείο Ετμεκτζόγλου. Το υφαντουργείο παρήγαγε κυρίως μάλλινα υφάσματα
για τα οποία τιμήθηκε με χρυσό μετάλλιο στη διεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1930.
Απασχολούσε άνω των 1000 εργατοτεχνιτών και προσπόριζε σημαντικά οικονομικά
οφέλη στην πόλη. Όταν ο Λεβής απεχώρησε συνέχισε τη λειτουργία του εργοστασίου
ο Ζαχαρίας Μουρτζούκος. Ο χώρος είναι στεγασμένος με τη χαρακτηριστική οδοντωτή
κεραμοσκεπή και έχει φωτισμό από την οροφή. Μορφολογικά ακολουθεί τα πρότυπα
των εργοστασίων της Ευρώπης. Ως γνωστόν ο τύπος του οδοντωτού κτηρίου προήλθε
από την ανάγκη για μεγάλους μονώροφους χώρους παραγωγής με ενιαίο φωτισμό.
Αποτελεί τον πρώτο τύπο αμιγούς βιομηχανικού κτηρίου μια που δεν υπάρχει
προηγούμενο σε άλλη κτηριακή κατηγορία. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του
εργοστασίου, η υψηλή καμινάδα του με μια μεγάλη «μπουρού» που ήταν το ξυπνητήρι
της εργατιάς του Βόλου. Όμως όταν σίγησε η σειρήνα εξαιτίας της κατοχής και η
μαύρη καμινάδα γκρεμίστηκε η πόλη έμεινε βουβή και ορφανή από το σύμβολο της βιομηχανικής
άνθησης του Βόλου.
Το κτηριακό συγκρότημα χρησιμοποιήθηκε για ένα
διάστημα ως αποθηκευτικός χώρος από την Αγροτική τράπεζα. Το κτήριο περιήλθε το
1988 στην ιδιοκτησία του Οργανισμού Σχολικών Κτηρίων. Παρά την αρχική πρόθεση
κατεδάφισής του, η ομάδα μελέτης που συγκρότησε η Νομαρχία Μαγνησίας υπέδειξε
τη διατήρησή του. Τελικά μέχρι το 1992 ο Οργανισμός Σχολικών Κτηρίων ανέγειρε
νέα κτήρια δύο γυμνασίων, λυκείου και διοίκησης στο πίσω μέρος του οικοπέδου,
στη θέση των βοηθητικών χώρων, αν και η αρχιτεκτονική ένταξη των νέων
κατασκευών δεν διακρίνεται για την επιτυχία τους. Οι κύριοι χώροι του
εργοστασίου με επιφάνεια 1461 τ.μ διατηρήθηκαν και σήμερα και χρησιμοποιούνται ως κέντρο δια βίου μάθησης.
ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΘΗΝΩΝ
Μετά την απελευθέρωση της πόλης
το 1881 η πάσης φύσεως ανάπτυξη ακολούθησε εύλογα ανοδική πορεία. Η συγκέντρωση
κεφαλαίων, η ανάπτυξη των συγκοινωνιών, η εγκατάσταση των πρώτων βιομηχανιών,
συντελούν στην αστική ανάπτυξη. Στην πόλη εμφανίζονται νέοι κοινωνικοί φορείς,
θεσμοί και ιδρύματα που αντιστοιχούσαν στην ανάπτυξη μιας αστικής και μάλιστα
βιομηχανικής κοινωνίας. Στις δομικές μεταλλαγές που συμβαίνουν στην Ελλάδα κατά
την τελευταία εικοσαετία του 19ου αι. ανήκει ο πολλαπλασιασμός των
πιστωτικών, ασφαλιστικών και τραπεζικών ιδρυμάτων. Στο Βόλο του 1900
λειτουργούν υποκαταστήματα της τραπέζης Αθηνών, της Εθνικής τραπέζης της
Ελλάδος και της Βιομηχανικής Τραπέζης. Το 1903 κτίστηκε σε σχέδια του
αρχιτέκτονα Πάνου Καραθανασόπουλου, το κτήριο που στέγασε την τράπεζα Αθηνών.
Το
κτίσμα της πανεπιστημιακής βιβλιοθήκης που στεγάζεται στο κτήριο της πρώην
τράπεζας Αθηνών καλύπτει ολόκληρο το επίμηκες οικοδομικό τετράγωνο με επιφάνεια
852 τ.μ μεταξύ των οδών Δημητριάδος, Μεταμορφώσεως Ερμού και Σκοπέλου. Το
άλλοτε επιβλητικό οικοδόμημα υπέστη σοβαρές βλάβες ( κατάρρευση των τριών
ορόφων του) κατά τους σεισμούς του 1955 και χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια ως
σταθμός υπεραστικών λεωφορείων (ΚΤΕΛ). Η επέμβαση διατηρεί το σωζόμενο κέλυφος
με πλήρη ανακατασκευή εσωτερικού χώρου και αποκαθιστά τον όγκο του αρχικού κτίσματος
με πέντε κύριους ορόφους, έκτο όροφο σε εσοχή και υπόγειο δημιουργώντας
επιφάνεια με συνολικό εμβαδό 3.700 τ.μ. Η αρχιτεκτονική μελέτη συντάχθηκε το
1994 από τους αρχιτέκτονες Κ. Αδαμάκη, Ε. Γαλλή, Δ. Νικολάου και Δ. Φιλιππιτζή
και η κατασκευή άρχισε το 1999. Η συνολική σχεδίαση βασίστηκε στη φιλοσοφία της
δημιουργίας ξεχωριστών πλήρως διακριτών χώρων εντός του κτηρίου όπου θα
στεγάζονται κοινές δραστηριότητες. Οι χώροι αυτοί επικοινωνούν μεταξύ τους
συγκροτώντας έναν «ιστό». Έτσι, εκτός από τα διάφορα γραφεία δημιουργήθηκαν
τέσσερις χώροι ελεύθερης πρόσβασης για τους φοιτητές, η Βιβλιοθήκη, το
αναγνωστήριο, η αίθουσα των εκθετηρίων περιοδικών αλλά και μια αίθουσα χωρίς
βιβλιοστάσια όπου παρέχεται πρόσβαση στο διαδίκτυο.
ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
Η
ίδρυση το 1882 της Προνομιούχου Τραπέζης Ηπειροθεσσαλίας (στη συμβολή των οδών
Μεταμορφώσεως και Δημητριάδος) με δυνατότητα έκδοσης τραπεζογραμματίων υπήρξε
για τον Βόλο σημαντικό γεγονός. Ωστόσο η τράπεζα δεν επιτέλεσε τον αρχικό σκοπό
της και μετά την επιβολή του διεθνούς ελέγχου και τον πόλεμο του 1897
συρρικνώθηκε και τελικά το 1899 και ύστερα από το θάνατο του Ανδρέα
Συγγρού-κύριου κατόχου του πακέτου των μετοχών-συγχωνεύθηκε με την Εθνική
τράπεζα. Το κτήριο συνδεόταν με στοά με την τράπεζα Αθηνών(σύνδεση των δύο
θησαυροφυλακίων). Η στοά αυτή καταστράφηκε με το αποχετευτικό δίκτυο και τα
έργα που έγιναν στην οδό Μεταμορφώσεως μετά τους σεισμούς του 1954. Στο ισόγειο
του κτηρίου υπήρχε η τράπεζα και στον όροφο η κατοικία του τραπεζίτη. Με τους
σεισμούς κατεδαφίστηκε όλος ο 1ος όροφος μετά από εντολή που δόθηκε
να κατεδαφιστεί ο πρώτος όροφος όλων των κτηρίων του Βόλου για λόγους
ασφαλείας. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι όλο το εσωτερικό του κτηρίου είχε
ζωγραφική στις οροφές του ισογείου και του ορόφου. Αυτή η ζωγραφική
καταστράφηκε το 1915-17 και αντικαταστάθηκε με γύψινες κατασκευές και το 1933
που ξαναεπισκευάστηκε το κτήριο έγιναν αλλαγές με αποτέλεσμα να καταστραφεί
ολοκληρωτικά το εσωτερικό του κτηρίου. Την εποχή αυτή έγινε και διαφοροποίηση
της διαρρύθμισης του εσωτερικού του κτηρίου.
Στις
23 Ιουλίου 1969 το κτήριο περιήλθε στον δήμο Βόλου και χρησίμευσε μέχρι την
αναστήλωσή του 1987 σαν κτήριο της Φιλαρμονικής και παράλληλα σαν δημοτικό
Ωδείο της Φιλαρμονικής. Το 1984 αρχίζει η αναστήλωση με πρώτο μέλημα την
εξακρίβωση της αυθεντικότητας των φερόντων στοιχείων και την ιστορική
εξακρίβωση του ίδιου του κτηρίου. Το σκεπτικό δε ήταν να δημιουργηθεί ένας
χώρος ενιαίος με ενιαία χρήση και λειτουργία και ενιαίο ύφος ώστε σαν Ωδείο να
πληροί τις προυποθέσεις και την διάθεση του υποψηφίου καλλιτέχνη να σπουδάσει
σ΄ αυτό. Παράλληλα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν υλικά και τεχνοτροπία ώστε να
υπογραμμίζεται το ύφος της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής όπως ήταν τα κτήρια του
Βόλου πριν από την καταστροφή των σεισμών. Μετά την αναστήλωση του κτηρίου το
1987 παραχωρήθηκε στον καλλιτεχνικό οργανισμό Δήμου Βόλου για τη χρήση του σαν
Δημοτικό Ωδείο της Πόλης.
ΚΑΠΝΑΠΟΘΗΚΕΣ ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΥ
Κατά
τη δεκαετία του 1930 οπότε διευρύνεται η χρήση του οπλισμένου σκυροδέματος, ο
Βόλος θα αποκτήσει αξιόλογα μοντέρνα κτήρια. Το 1926 άρχισε η ανέγερση του
οικοδομήματος της καπνεμπορικής εταιρίας των αδελφών Παπαστράτου σε οικόπεδα
του πρώην Ακταίου στην καμπή των δύο παραλιακών ευθειών. Η ανέγερση της πρώτης
αποθήκης η οποία δεν σώζεται σήμερα το 1926 ξεσήκωσε μακρά δικαστική διαμάχη
μεταξύ της Λιμενικής επιτροπής Βόλου και της καπνοβιομηχανίας των αδελφών
Παπαπαστράτου. Η δεύτερη αποθήκη εκείνη με τους τρούλους που σώζεται σήμερα
προστέθηκε το 1935. Στις κτηριακές εγκαταστάσεις της γινόταν η εναποθήκευση και
η μηχανική επεξεργασία των καπνών με σκοπό την εμπορία. Πιο συγκεκριμένα
γινόταν η αποθήκευση και η ύγρανση των καπνοδεμάτων η επεξεργασία τους σε
καπνόφυλλα ο καθαρισμός και η διαλογή τους το χαρμάνισμα το κοσκίνισμα η
δεματοποίηση και η διάθεσή τους στο εμπόριο. Σε τεχνική έκθεση του 1967
αναφέρεται ότι η καπναποθήκη απασχολούσε 25 έως 250 άτομα εργατικό και
υπαλληλικό προσωπικό ανάλογα με την εποχή του έτους. Την ίδια περίοδο η ετήσια
επεξεργασία και παραγωγή καπνών ανερχόταν στους 400-500 τόνους. Το Σεπτέμβριο
του 1969 η καπναποθήκη έπαψε να λειτουργεί και τα μηχανήματα και οι
εγκαταστάσεις μεταφέρθηκαν στα υποκαταστήματα της Θεσσαλονίκης και του Αγρινίου.
Τα ακίνητα νοικιάστηκαν στον Εθνικό Οργανισμό Καπνού το 1969 η νέα αποθήκη και
το 1970 η παλιά.
Το
κτήριο Παπαστράτου το 1996 εντάχθηκε στο πλέγμα των Πανεπιστημιακών Κτηρίων και
λειτουργεί ως έδρα της Διοικούσας επιτροπής και εν συνεχεία του Πρυτανικού
Συμβουλίου του Πανεπιστημίου καθώς και των σχολών Επιστημών του Ανθρώπου.
Περιλαμβάνει τρία κτήρια που αξιοποιήθηκαν μετά από πανελλήνιο αρχιτεκτονικό
διαγωνισμό. Σήμα κατατεθέν της πόλης του Βόλου, συνεχίζει να αποτελεί σημείο
αναφοράς. Διατηρήθηκε το βασικό κτήριο στην παραλία με τους χαρακτηριστικούς
τρούλους και κατεδαφίστηκε η παλιά αποθήκη επί της οδού Ιάσονος όπου
κατασκευάστηκε το κεντρικό αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου 350 θέσεων. Συμμετέχει
ενεργά στη ζωή της πόλης με διοργάνωση συνεδρίων – διαλέξεων εκδηλώσεων
επιστημονικών, καλλιτεχνικών κ.λ.π
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το
σημαντικό πρόγραμμα διατήρησης και επανάχρησης των εγκαταλελειμμένων στο
πολεοδομικό συγκρότημα βιομηχανικών αλλά και άλλων εγκαταστάσεων εξοπλίζει την
τοπική αυτοδιοίκηση με σύγχρονους χώρους και ταυτόχρονα παραπέμπει σε ό,τι απέμεινε από το προπολεμικό παρελθόν. Η
προσπάθεια διάσωσης των ιστορικών κτηρίων της πόλης είχε σαν αποτέλεσμα την ανάδειξη
των παλιών κτηρίων που αποτέλεσαν μνημεία αναφοράς για την ιστορία της αλλά και
τη λύση εν μέρει του προβλήματος εγκατάστασης δημόσιων υπηρεσιών. Έτσι μέσα από
την επανάχρηση η πόλη ξαναβρίσκει την επαφή της με το παρελθόν αλλά της δίνεται
και η ώθηση για ένα πιο δυναμικό μέλλον. Ας κλείσουμε λοιπόν την περιπλάνησή
μας στο Βόλο του χθες αλλά και στον Βόλο του σήμερα με τα λόγια του μεγάλου μας
ποιητή Γιώργου Σεφέρη «…Σβήνοντας ένα
κομμάτι από το παρελθόν, σβήνουμε ένα κομμάτι από το μέλλον…»